Υπό την Αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου

2. Αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης στην Ελλάδα

Περιεχόμενα Κεφαλαίου

2.1 Εισαγωγή

Στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται σύντομη χαρτογράφηση της ΚτΠ και ανάδειξη βασικών χαρακτηριστικών και παθογενειών που παρουσιάζει. Ειδικότερα, συνοψίζεται το πρόβλημα της έλλειψης κεντρικής καταγραφής οργανώσεων της ΚτΠ (ΟΚοιΠ) και παρουσιάζονται εκτιμήσεις για τον αριθμό των οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα στη βάση υφιστάμενων ερευνών και επιστημονικών δημοσιεύσεων. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι επιμέρους κατηγορίες φορέων της ΚτΠ, τα πεδία δραστηριότητάς τους, οι νομικές μορφές που αυτοί έχουν λάβει, η γεωγραφική κατανομή τους στην Ελλάδα, βασικά στοιχεία για το προσωπικό τους και τους εθελοντές, και συνοπτικά τα είδη των άτυπων, μη νομικά αναγνωρισμένων ομαδώσεων (άτυπη κοινωνία πολιτών). Καταγράφονται επίσης η σχέση της ΚτΠ με την κοινωνία, η διάδραση και η εμπιστοσύνη, καθώς και στοιχεία που αφορούν το επίπεδο διαφάνειας και ωρίμανσης της ΚτΠ σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το παρόν τμήμα κλείνει με σύνοψη αρχικών ευρημάτων και παράθεση της σχετικής βιβλιογραφίας. 

2.2 Ζητήματα χαρτογράφησης της ΚτΠ στην Ελλάδα

Δυσκολίες προσδιορισμού της έννοιας της ΚτΠ και των φορέων και ομάδων που την απαρτίζουν περιορίζουν σημαντικά τη δυνατότητα συστηματικής καταγραφής βασικών μεγεθών και χαρακτηριστικών του τομέα.3 Σε εννοιολογικό επίπεδο, η ΚτΠ περιλαμβάνει φορείς όλων των νομικών μορφών σε όλα τα πεδία στα οποία δραστηριοποιούνται συλλογικά οι πολίτες, με βάση δύο ποιοτικά κριτήρια.

Πρώτον, εφόσον οι πολίτες οργανώνονται συλλογικά για να απευθυνθούν στο κράτος, τότε εύλογα εξαιρούνται από τον ορισμό της Κοινωνίας των Πολιτών οι οργανισμοί του ίδιου του κράτους. Για παράδειγμα, εξαιρούνται τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), όπως είναι οι δήμοι της χώρας, η Εκκλησία της Ελλάδος και οι Ιερές Μητροπόλεις. 

Δεύτερον, για τους σκοπούς του Σχεδίου Δράσης, δεν περιλαμβάνονται στην ΚτΠ οργανισμοί που δεν έχουν καμία αλληλεπίδραση με την πολιτεία. Η ΚτΠ αφορά τα μέλη μιας κοινωνίας, όχι ως άτομα καθαυτά, αλλά ως πολίτες που αλληλοεπιδρούν με την πολιτεία. Οργανώνονται συλλογικά για να τη συμπληρώσουν στις δημόσιες πολιτικές της (πολιτισμός, κοινωνική πρόνοια, εκπαίδευση κ.ά.) ή να αξιώσουν κάτι από την πολιτεία. Παραδείγματα οργανώσεων που εξαιρούνται με βάση το συγκεκριμένο κριτήριο είναι οι αθλητικοί σύλλογοι (χιλιάδες σε όλη τη χώρα) και οι φυσιολατρικοί σύλλογοι που δεν αναπτύσσουν κοινωνική δράση και περιορίζονται στη διοργάνωση εκδρομών για τα μέλη τους. Εξαιρούνται επίσης επιχειρήσεις, ακόμα και όταν δεν κατανέμουν μερίσματα από κέρδη και ανήκουν στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, όπως οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις (ΚοινΣΕπ), καθώς η βασική ενασχόλησή τους παραμένει το επιχειρείν.

Ως προς το περιεχόμενο της έννοιας της ΚτΠ διεθνώς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιλαμβάνει στις οργανώσεις της ΚτΠ τα σωματεία και τους συλλόγους που επιτρέπουν στους πολίτες, μέσω της συμμετοχής τους, να συνδιαμορφώνουν την εκάστοτε πολιτική ατζέντα (European Commission, 2023), ουσιαστικά, δηλαδή, να ασχολούνται με τα θέματα που απαιτούν διαμόρφωση μέτρων δημόσιας πολιτικής. Η Παγκόσμια Τράπεζα, από την άλλη μεριά, θεωρεί ως ΚτΠ όλο το «φάσμα των μη κυβερνητικών και μη κερδοσκοπικών οργανώσεων οι οποίες έχουν παρουσία στη δημόσια ζωή και εκφράζουν τα συμφέροντα και τις αξίες των μελών τους ή άλλων» (World Bank, 2013 και World Economic Forum, 2013: 8). 

Στην πράξη, η συλλογή και ανάλυση δεδομένων για την ΚτΠ στη βάση των παραπάνω ορισμών συχνά δεν είναι εφικτή, καθώς τα όρια της ΚτΠ δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια με βάση νομικές μορφές ή καθιερωμένες στατιστικές ταξινομήσεις, ενώ δεν υπάρχει μια κεντρική καταγραφή του συνόλου των οργανώσεων που αποτελούν την ΚτΠ στην Ελλάδα από μια δημόσια υπηρεσία. Η έλλειψη ενός ενιαίου μητρώου καταγραφής τους στην Ελλάδα αναγνωρίζεται ως σημαντικό πρόβλημα και από τις ίδιες τις οργανώσεις (Ίδρυμα Μποδοσάκη & ΙΟΒΕ, 2023). 

Έχουν υπάρξει, ωστόσο, προσπάθειες αποτύπωσης της δράσης οργανώσεων σε επιμέρους τομείς, όπως ο τομέας της κοινωνικής φροντίδας και ο τομέας των προσφύγων και των μεταναστών. Συγκεκριμένα, τουλάχιστον από το 2011, τηρείται Ειδικό Μητρώο Εθελοντικών μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Επιπλέον, από το 2020, έχει τεθεί σε λειτουργία το Μητρώο Ελληνικών και Ξένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σε θέματα διεθνούς προστασίας, μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης υπό την αιγίδα του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.4 Αντίστοιχα μητρώα τηρούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού, τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, το Υπουργείο Υγείας, τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής και (ξανά από το 2023) το Υπουργείο Εξωτερικών. Τέλος, από τις αρχές του 2022, με βάση τον Ν. 4873/2021, δρομολογήθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών η συγκρότηση Ειδικού Μητρώου και Δημόσιας Βάσης Δεδομένων για την καταγραφή οργανώσεων της ΚτΠ. Όμως η λειτουργία του πληροφοριακού συστήματος της βάσης οργανώθηκε νομοθετικά μόλις τον Απρίλιο του 2023, όταν εκδόθηκε η σχετική υπουργική απόφαση (ΚΥΑ 6216/7.4.2023), κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω νόμου του 2021. 

Παρότι τουλάχιστον 8 δημόσιοι οργανισμοί τηρούν μητρώα στα οποία εγγράφονται φορείς της ΚτΠ, τα ανωτέρω μητρώα κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι πλήρη ούτε επικαιροποιημένα. Έως τις 27 Ιουνίου του 2024, στη Δημόσια Βάση Δεδομένων και το Ειδικό Μητρώο του Υπουργείου Εσωτερικών υπάρχουν 701 και 627 εγγραφές φορέων αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, η έναρξη λειτουργίας των μητρώων του Υπουργείου Εσωτερικών φαίνεται πως δεν εξάλειψε την ανάγκη των υπόλοιπων δημόσιων φορέων να τηρούν δικά τους μητρώα, με διαφορετικές απαιτήσεις προς τους φορείς της ΚτΠ ως προς δικαιολογητικά, προθεσμίες κ.ά. Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί με την έναρξη λειτουργίας των νέων μητρώων, το διοικητικό βάρος στις ΟΚοιΠ να συμμορφώνονται με τα μητρώα του κράτους δεν έχει μειωθεί, ενώ η πληροφόρηση για τη δραστηριότητα των ΟΚοιΠ στην Ελλάδα παραμένει σχετικά ελλιπής.

Το έργο της χαρτογράφησης δυσχεραίνεται επίσης από την «αφανή» όψη της ΚτΠ στην Ελλάδα (Σωτηρόπουλος, 2004). Παράλληλα με την τυπική κοινωνία πολιτών, έχει αναπτυχθεί μια ανεπίσημη και γι’ αυτό άγνωστη κοινωνία πολιτών, που αποτελείται από άτυπες οργανώσεις και δίκτυα χωρίς νομική μορφή, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα ενεργή κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης (Σωτηρόπουλος, 2017· Sotiropoulos, 2020· Sotiropoulos & Bourikos, 2014· Huliaras, 2020).

Ελλείψει μίας κεντρικής καταγραφής, αξιοποιούνται στη συνέχεια δεδομένα από διαφορετικές πηγές και έρευνες, προκειμένου να γίνει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη αποτύπωση της κατάστασης του τρίτου τομέα. Τα στοιχεία για την οργανωμένη (τυπική) Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα προέρχονται κυρίως από ερευνητικά προγράμματα πανεπιστημίων και φορέων της ίδιας της ΚτΠ, καθώς και από επιστημονικές δημοσιεύσεις. Στην παρούσα ενότητα επιχειρείται μια συνθετική παρουσίαση των δεδομένων από το πρόγραμμα «ΘΑΛΗΣ ΙΙ: Χαρτογράφηση και Αξιολόγηση Ελληνικών ΜΚΟ», το οποίο υλοποιήθηκε την περίοδο 2018-2020 από το τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου σε συνεργασία με την οργάνωση HIGGS, και από την «Έρευνα για τη συνεισφορά της Κοινωνίας των Πολιτών στην ελληνική οικονομία», που υλοποιήθηκε το 2022 από το Ίδρυμα Μποδοσάκη, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (IOBE). Επιπλέον, όπου κρίνεται πρόσφορο, αξιοποιούνται συμπληρωματικά δεδομένα από επιμέρους ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις που ασχολούνται με το ζήτημα του τρίτου τομέα στην Ελλάδα (ενδεικτικά, Αφουξενίδης & Γαρδίκη, 2015· Χουλιάρας & Πετρόπουλος, 2015· Αφουξενίδης, 2006). 

Οφείλει, ωστόσο, να τονιστεί ότι τα περισσότερα στοιχεία προέρχονται από εκείνες τις οργανώσεις που συμμετείχαν οικειοθελώς σε έρευνες ή την αξιολόγηση αντίστοιχων προγραμμάτων. Στους περιορισμούς της δειγματοληψίας περιλαμβάνεται και ένα σύνηθες σε τέτοιες προσπάθειες γεγονός: πολλές ΜΚΟ αντιμετωπίζουν με καχυποψία τέτοιες καταγραφές, ενώ άλλες, όντας ολιγομελείς και προσωποπαγείς, δεν έχουν τις δυνατότητες να ανταποκριθούν στις προσκλήσεις τις οποίες επιστημονικές ερευνητικές ομάδες τούς έχουν απευθύνει για καταγραφή στοιχείων και συνεργασία. Συνεπώς, αυτές οι πηγές και η παρούσα ενότητα υπόκεινται στους περιορισμούς της εκάστοτε δειγματοληψίας και δεν έχουν αξιώσεις πλήρους απογραφής των οργανώσεων της ΚτΠ σε όλη την επικράτεια.

2.3 Χαρτογράφηση των ΟΚοιΠ στην Ελλάδα

Ο αριθμός των ΟΚοιΠ που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ωστόσο, σύμφωνα με έναν μάλλον διευρυμένο ορισμό της ΚτΠ, υπολογίζεται ότι ξεπερνά τις 6.200, χωρίς να συνυπολογίζονται σε αυτές οι σύλλογοι γονέων μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Αφουξενίδης & Γαρδίκη, 2015). Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για μικρές σε μέγεθος οργανώσεις που έχουν δράση σε τοπικό επίπεδο και διαχειρίζονται περιορισμένους οικονομικούς πόρους.  

Υιοθετώντας μια στενότερη ταξινόμηση που περιλαμβάνει μόνο τις οργανώσεις πολιτών που έχουν αμιγώς κοινωφελές έργο (αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες, ιδρύματα και σωματεία με κοινωφελές έργο), το πρόγραμμα ΘΑΛΗΣ ΙΙ εντοπίζει 750 ενεργές ελληνικές και διεθνείς οργανώσεις σε όλη τη χώρα (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου & HIGGS, 2020). Ακόμα μικρότερος καταγράφεται ο αριθμός οργανώσεων που ορίζονται ως ΜΚΟ σύμφωνα με τους Αφουξενίδη & Γαρδίκη (2015), ο οποίος ανερχόταν το 2015 σε 263, εκ των οποίων 201 ήταν ενεργές (είχαν αναλάβει κάποια δράση μέσα στα προηγούμενα δύο έτη).  

Χαμηλός είναι ο αριθμός των οργανώσεων και στα μητρώα που τηρούν δημόσιες υπηρεσίες, με εξαίρεση ίσως το μητρώο πολιτιστικών φορέων του Υπουργείου Πολιτισμού, στο οποίο το 2021 πραγματοποιήθηκαν 904 εγγραφές. Συγκεκριμένα, το Ειδικό Μητρώο Εθελοντικών μη Κυβερνητικών Οργανώσεων του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης περιλάμβανε περί τις 500 οργανώσεις σε όλη τη χώρα. Αντίστοιχα, στο μητρώο του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου βρίσκονται εγγεγραμμένες 76 ελληνικές και διεθνείς οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε θέματα διεθνούς προστασίας, μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης.  

2.3.1 Νομική μορφή 

Με δεδομένους τους ανωτέρω περιορισμούς και ελλείψεις, τα διαθέσιμα στοιχεία ως προς τη νομική σύσταση των οργανώσεων πολιτών με αμιγώς κοινωφελές έργο προέρχονται από 95 οργανώσεις που συμμετείχαν στην αξιολόγηση του προγράμματος ΘΑΛΗΣ ΙΙ.5 Πρόκειται για δείγμα οργανώσεων που συμμετείχαν οικειοθελώς στο πρόγραμμα. Από αυτές, η πλειοψηφία έχει τη μορφή συλλόγου ή σωματείου (52%), ενώ ακολουθούν οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες (43%). Μόλις 5% των οργανώσεων έχει τη νομική μορφή ιδρύματος. 

2.3.2 Πεδία δράσης 

Διαφορές μεταξύ των διαθέσιμων πηγών καταγράφονται όσον αφορά τη διάρθρωση των οργανώσεων ανά κατηγορία δράσης. Σύμφωνα με τους Αφουξενίδη και Γαρδίκη (2015), η ευρύτερη ΚτΠ στην Ελλάδα συγκροτείται γύρω από δύο βασικούς πυλώνες: αφενός τους ανθρωπιστικούς και αφετέρου τους πολιτισμικούς φορείς, ενώ άλλες ομάδες, όπως περιβαλλοντικοί και θρησκευτικοί φορείς καθώς και φιλανθρωπικά ιδρύματα, είναι αρκετά πιο περιορισμένες σε αριθμό (Διάγραμμα 2.1).  

Σε μεγαλύτερη ανάλυση ανάλογα με την κατηγορία δράσης, τα τοπικά σωματεία αποτελούν την πλειοψηφία των φορέων της ευρύτερης ΚτΠ, με ποσοστό 22,2% του συνόλου. Εδώ περιλαμβάνονται τοπικές ομάδες, σύλλογοι και κοινότητες, πολλά από τα οποία εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Αρκετά υψηλά βρίσκονται οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στις τέχνες και τον πολιτισμό (20%), ενώ ακολουθεί η κατηγορία που περιλαμβάνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική αλληλεγγύη, με ποσοστά της τάξης του 12%.  

Διάγραμμα 2.1: Διάρθρωση ευρύτερης κοινωνίας πολιτών 

Πηγή: Aφουξενίδης & Γαρδίκη (2015) 

Σε επίπεδο πεδίων δράσης και με στενότερη ταξινόμηση, διαφαίνεται ότι οι τομείς δραστηριοποίησης των οργανώσεων είναι πολυποίκιλοι, με τις περισσότερες οργανώσεις να δραστηριοποιούνται σε πάνω από ένα πεδία (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου & HIGGS, 2020). Οι μισές περίπου από τις ΟΚοιΠ που συμμετείχαν στην αξιολόγηση του προγράμματος ΘΑΛΗΣ ΙΙ απασχολούνται στους τομείς της κοινωνικής ένταξης, πρόνοιας και αλληλεγγύης, καθώς και της εκπαίδευσης. Αξιοσημείωτος αριθμός οργανώσεων δραστηριοποιείται στο πεδίο της υγείας, ενώ ακολουθούν η μετανάστευση / το προσφυγικό, τα ανθρώπινα δικαιώματα / η καλή διακυβέρνηση, ο πολιτισμός και το περιβάλλον (Διάγραμμα 2.2). 

Αντίστοιχα, από την έρευνα του Ιδρύματος Μποδοσάκη και του ΙΟΒΕ (2023), επιβεβαιώνεται ότι η πλειονότητα των οργανώσεων για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία6 δραστηριοποιείται στη στήριξη ευάλωτων και ευπαθών ομάδων (42%), ενώ το 29% ασχολείται με δράσεις που αφορούν την κοινωνική αλληλεγγύη γενικότερα (Διάγραμμα 2.3). Ακολουθούν με σχετικά παρόμοια ποσοστά, κοντά στο 20%, οι τομείς του περιβάλλοντος / της αειφορίας (20% των οργανώσεων), των ανθρώπινων δικαιωμάτων (19%), της αναπτυξιακής δράσης (19%), και των τεχνών και του πολιτισμού (19%). Σημειώνουμε εδώ ότι τα στοιχεία των ερευνών HIGGS και Ιδρ. Μποδοσάκη-ΙΟΒΕ δεν ταυτίζονται, καθώς δεν βασίζονται σε αντιπροσωπευτικά δείγματα. 

Αναφορικά με τις παροχές και τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι οργανώσεις, η πλειονότητα — πάνω από 6 στις 10 — προσφέρουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες, όπως, για παράδειγμα, εκπαιδευτικά προγράμματα και σεμινάρια. Επιπλέον, σημαντικά ποσοστά (άνω του 30%) συγκεντρώνουν οι δράσεις ενδυνάμωσης, οι δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών, οι υπηρεσίες ψυχοθεραπευτικής και ψυχιατρικής υποστήριξης, και άλλου τύπου συμβουλευτικές υπηρεσίες. Άλλες οργανώσεις δραστηριοποιούνται στην παροχή αγαθών όπως η στέγαση, η σίτιση και τα φάρμακα, ή ακόμα και στην παροχή νομικών υπηρεσιών.  

Διάγραμμα 2.2: Τομείς δραστηριοποίησης των ΟΚοιΠ 

Πηγές: Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου & HIGGS (2020) 

Διάγραμμα 2.3: Συμμετοχή των ΟΚοιΠ σε θεματικές δράσεις, και παροχές που προσφέρουν 

Πηγή: Ίδρυμα Μποδοσάκη & ΙΟΒΕ, 2023. Σημείωση: Στοιχεία για τις θεματικές δράσεις των ΟΚοιΠ και για τις παροχές και υπηρεσίες που προσφέρουν ήταν διαθέσιμα για 404 και 164 οργανώσεις αντίστοιχα. Τα στοιχεία συλλέχθηκαν από δημοσίως διαθέσιμες πηγές (ιστοσελίδες, σελίδες σε κοινωνικά δίκτυα, μητρώα κ.ά.) και από απαντήσεις σε ερωτηματολόγια. 

2.3.3 Γεωγραφική κατανομή 

Σύμφωνα με την έρευνα του Ιδρύματος Μποδοσάκη και του ΙΟΒΕ (2023), από τις 376 οργανώσεις της ΚτΠ για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία, περίπου 2 στις 3 εδρεύουν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας (68,1%) και λίγο λιγότερες από μια στις δέκα (9,6%) εδρεύουν στη Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχα είναι και τα στοιχεία όσον αφορά στη γεωγραφική κατανομή των καταγεγραμμένων ενεργών οργανώσεων στο πρόγραμμα ΘΑΛΗΣ ΙΙ, με τη συντριπτική πλειονότητα να έχει έδρα την Αθήνα (652 οργανώσεις ή 75% του συνόλου των ΜΚΟ) (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου & HIGGS, 2020). Δεύτερη με πολύ μεγάλη διαφορά έρχεται η Θεσσαλονίκη (7%), και ακολουθεί η Αχαΐα (4%), ενώ ο αριθμός των οργανώσεων στα υπόλοιπα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας είναι πολύ μικρός.  

Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η τοποθεσία της έδρας δεν καθορίζει πλήρως τη γεωγραφική εμβέλεια της δράσης της οργάνωσης, αφού μπορεί να δραστηριοποιείται σε πάνω από μία περιφέρειες (ενδεικτικά, Ίδρυμα Μποδοσάκη & ΙΟΒΕ, 2023, σ. 21). Σε αντίστοιχα συμπεράσματα καταλήγει και η έρευνα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του Σωματείου HIGGS (2020), όπου η πλειονότητα των οργανώσεων που συμμετείχαν στην αξιολόγηση δραστηριοποιούνταν σε εθνικό επίπεδο (54%).  

2.3.4 Προσωπικό και εθελοντές 

Κατά τα τρία χρόνια στα οποία το πρόγραμμα ΘΑΛΗΣ ΙΙ συγκέντρωνε στοιχεία για το προσωπικό των ΟΚοιΠ, δεν φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές διακυμάνσεις ως προς την αριθμητική εξέλιξη του έμμισθου προσωπικού μερικής και πλήρους απασχόλησης, καθώς και των περιστασιακών συνεργατών (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου & HIGGS, 2020). Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιδρύματος Μποδοσάκη και του ΙΟΒΕ (2023), το 70% των οργανώσεων για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία απασχολεί λιγότερους από 20 εργαζομένους. Επίσης, το 12% των οργανώσεων του συγκεκριμένου δείγματος έχει την απασχόληση της κλίμακας μεσαίων επιχειρήσεων (50 με 250 άτομα), ενώ το 3% την απασχόληση της κλίμακας μεγάλων επιχειρήσεων (πάνω από 250 εργαζομένους), γεγονός που υποδεικνύει ότι αρκετές ΟΚοιΠ είναι μεγάλοι και σύνθετοι οργανισμοί. 

Από την άλλη μεριά, οι αριθμοί των εθελοντών είναι πολλαπλάσιοι των μισθωτών εργαζομένων στις ΟΚοιΠ. Μάλιστα, παρουσιάζεται μια μικρή αλλά σταθερή αυξητική τάση για τα χρόνια αναφοράς (2018-2020), κυρίως όσον αφορά τους περιστασιακούς εθελοντές. Η πλειοψηφία των εθελοντών δραστηριοποιείται στο πεδίο του περιβάλλοντος και της πολιτικής προστασίας, ενώ η οργάνωση με τον μεγαλύτερο αριθμό τακτικών εθελοντών είναι το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, με σχεδόν 20.000 εθελοντές κατά μέσο όρο τον χρόνο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι τα ιδρύματα προηγούνται τόσο των σωματείων όσο και των ΑΜΚΕ ως προς τους εθελοντές που κινητοποιούν.  

2.4 Δομικά χαρακτηριστικά και βασικές αδυναμίες της ΚτΠ στην Ελλάδα 

Η δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα είναι αρκετά ζωντανή, με έντονη συνδικαλιστική και πολιτική δράση αναπτυγμένη σε χώρους εργασίας και εκπαίδευσης. Αντίθετα, η Κοινωνία των Πολιτών χαρακτηρίζεται ασθενέστερη σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά ακόμα και με άλλες χώρες του Νότου της ΕΕ, με βάση μια σειρά δεικτών όπως η συμμετοχή πολιτών σε εθελοντικές δράσεις, η προσφορά δωρεών και το επίπεδο εμπιστοσύνης προς φιλανθρωπικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Παράλληλα, παραμένει ισχυρός ο ρόλος της εκκλησίας και των άτυπων ομάδων, η δράση των οποίων ενισχύθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια και στον απόηχο της δημοσιονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Η απουσία ενός συλλογικού οργάνου εκπροσώπησης των ΟΚοιΠ σε δευτεροβάθμιο ή τριτοβάθμιο επίπεδο περιορίζει τη δύναμη της ΚτΠ στη διαμόρφωση θέσεων και δημόσιων πολιτικών στην Ελλάδα. Αντίθετα, στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας συγκαταλέγεται ο εύπορος απόδημος ελληνισμός, που θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί υπό τις κατάλληλες συνθήκες στην κατεύθυνση στήριξης της ανάπτυξης της ΚτΠ στη χώρα, όπως έχει κάνει κατά καιρούς και στο παρελθόν. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται σχετικά στοιχεία από τη βιβλιογραφία και αναφέρονται ιστορικοί και κοινωνικοί παράγοντες για τη χαμηλή ανάπτυξη της ΚτΠ στη χώρα. 

2.4.1 Ιστορική κληρονομιά 

Ομάδες της ΚτΠ διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάταξη και ισχυροποίηση του ελληνικού έθνους τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα. Διάφορες τάσεις της κοινωνίας (συντηρητικές, προοδευτικές) διαμορφώθηκαν σε οργανωμένες ομάδες με ποικίλους στόχους (εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς, εθνικιστικούς, φιλανθρωπικούς, θρησκευτικούς). Την ίδια περίοδο, η κοινωνία σημείωσε μια πρώιμη κοινοβουλευτική ανάπτυξη, ενώ η βιομηχανοποίησή της καθυστερούσε (Μουζέλης, 1993).  

Ο σχηματισμός και η δραστηριότητα της ΚτΠ ατόνησε στη συνέχεια, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις αλλά και ως αποτέλεσμα της ιδιαίτερα ταραχώδους ιστορίας της Ελλάδας έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 (εθνικός διχασμός, πόλεμοι, εμφύλιος, δικτατορίες). Από τα μέσα του 20ου αιώνα, διεθνώς σχηματίζονται οι γνωστές σήμερα μεγάλες οργανώσεις της ΚτΠ, όπως Oxfam (το 1942), Amnesty International, WWF (το 1961), Médecins Sans Frontières, Greenpeace (το 1971) και ActionAid (το 1972). Στην Ελλάδα, η σύγχρονη ΚτΠ αναπτύχθηκε με σημαντική καθυστέρηση (κυρίως μετά το 1990), θεμελιωμένη στα κοινωνικά χαρακτηριστικά της περιόδου της μεταπολίτευσης, υιοθετώντας τις παθογένειες που παρατηρούμε έως και σήμερα, οι οποίες παρουσιάζονται στη συνέχεια. 

2.4.2 Χαμηλή κοινωνική συμμετοχή και εμπιστοσύνη 

Η σχέση της κοινωνίας με την Κοινωνία των Πολιτών παραμένει σχετικά ανώριμη, αρκετά καχύποπτη, ιδιαίτερα ξένη και βαθιά συναισθηματική, όπως αποτυπώνει πληθώρα ερευνών. Οι Έλληνες δεν έχουν εμπιστοσύνη στις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών και δεν συμμετέχουν σε αυτή, τουλάχιστον στη συστημική της μορφή που αποτυπώνεται σε έρευνες. Σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης στα σχολεία για την ενεργό συµµετοχή των πολιτών στα κοινά (active citizenship – Huliaras, 2020). 

Ειδικότερα, στο World Giving Index (2023), που μετρά ποσοστά συμμετοχής — φιλανθρωπίας και εθελοντισμού —, η Ελλάδα είναι τέταρτη από το τέλος, σε σύνολο 142 χωρών. Στην έρευνα World Values Survey (Κονιόρδος, 2018), μόλις το 48,4% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα έδωσε θετική απάντηση στην ερώτηση εάν εμπιστεύονται τις φιλανθρωπικές οργανώσεις. Με βάση το συγκεκριμένο ποσοστό, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 37η θέση ανάμεσα σε 54 χώρες.  

Σχετικά χαμηλή στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες, είναι η εμπιστοσύνη στο περιβαλλοντικό κίνημα. Ειδικότερα, το ποσοστό θετικών απαντήσεων στη συγκεκριμένη ερώτηση περιορίζεται σε 45,5% στην Ελλάδα. Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 58η θέση ανάμεσα σε 80 χώρες.  

Στην έρευνα του ΙΟΒΕ για το Ίδρυμα Μποδοσάκη (2023), το 71,4% του δείγματος δήλωσε ότι δεν του ήταν καν γνώριμη η έννοια της Κοινωνίας των Πολιτών, ενώ τρεις στους τέσσερεις πολίτες (75,9%) δηλώνουν ότι το τελευταίο δωδεκάμηνο απέχουν από τέτοιους είδους δράσεις, τόσο δράσεις οργανώσεων όσο και άτυπες εθελοντικές πρωτοβουλίες. Στην τελευταία έρευνα δε της διαΝΕΟσις (2024), η κοινωνική εμπιστοσύνη στις ΜΚΟ είναι στο χαμηλότερο επίπεδο από 22 θεσμούς, με λιγότερο από το 10% του πληθυσμού να δηλώνει εμπιστοσύνη στον χώρο. 

2.4.3 Χαμηλή διάδραση με την κοινωνία 

Οι οργανώσεις της ΚτΠ στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ) τείνουν να δίνουν έμφαση στην άντληση χρηματοδότησης από θεσμικούς φορείς (εθνικούς και κοινοτικούς δημόσιους πόρους) και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ελλιπείς φορολογικές και φοροεισπρακτικές διευκολύνσεις περιορίζουν τον ρόλο που μπορούν να έχουν οι δωρεές πολιτών στη χρηματοδότηση των οργανώσεων. Η υψηλή εξάρτηση της ΚτΠ από κρατικές και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τη χαμηλή επένδυση των οργανώσεων στην ανάπτυξη της σχέσης τους με την κοινωνία (Huliaras, 2020). 

Στην έρευνα του ΙΟΒΕ για το Ίδρυμα Μποδοσάκη (2023), το 69,5% των εσόδων των οργανώσεων προήλθε από θεσμικούς φορείς, ενώ ιδιαίτερα χαμηλό είναι το ποσοστό των εσόδων που προέρχεται από εισφορές υποστηρικτών (5,5%). Τα αποτελέσματα είναι συμβατά με τα ευρήματα του προγράμματος ΘΑΛΗΣ ΙΙ (2022), στο οποίο το ποσοστό της χρηματοδότησης των οργανώσεων που προήλθε από θεσμικούς φορείς (διεθνή προγράμματα, ΕΣΠΑ, κρατικές πηγές και τοπική αυτοδιοίκηση) υπολογίζεται σε 58,8% (41,9% από διεθνή προγράμματα, 13,3% από κρατικές πηγές, 3,0% από ΕΣΠΑ και 0,6% από τοπική αυτοδιοίκηση) και μόνο το 13,8% καταγράφεται να προέρχεται από μέλη και υποστηρικτές. Για σύγκριση, το ποσοστό εσόδων από θεσμικούς φορείς που έχουν λάβει οργανώσεις της ΚτΠ σε δείγμα 42 χωρών την περίοδο 1995-2011 υπολογίζεται κατά μέσο όρο σε 34,7%, ενώ το 14,7% προέρχεται από ιδιωτικές επιχορηγήσεις, δώρα και δωρεές, και το 50,6% από εισφορές μελών, εμπορική δραστηριότητα και έσοδα από επενδύσεις και περιουσία (Salamon et al., 2017). 

2.4.4 Διαφάνεια και διαδικασίες εσωτερικής λειτουργίας 

Σημαντικοί παράγοντες για την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης και για ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στην ΚτΠ είναι η διαφάνεια, ο εξωτερικός έλεγχος των οικονομικών και ο εσωτερικός έλεγχος για την τήρηση διαδικασιών ορθής διαχείρισης προμηθειών, προσωπικών δεδομένων και άλλων πτυχών λειτουργίας των οργανώσεων.  

Από την έρευνα ΘΑΛΗΣ II του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του HIGGS (2020), προκύπτει πως οι περισσότερες οργανώσεις που συμμετείχαν στην έρευνα (78% του δείγματος) έχουν αναρτήσει το καταστατικό ίδρυσής τους στην επίσημη ιστοσελίδα τους. Μικρότερο είναι το ποσοστό οργανώσεων (55%) που αναρτούν τους ισολογισμούς τους στην ιστοσελίδα τους. Μόλις 32% των οργανώσεων δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν ορκωτούς λογιστές για την πιστοποίηση των οικονομικών στοιχείων τους. Σχετικά χαμηλό (39%) είναι και το ποσοστό των οργανώσεων που δημοσιεύουν εκθέσεις αξιολόγησης των δράσεών τους.  

Υψηλότερη διαφάνεια καταγράφεται όσον αφορά τη δημοσίευση των προσώπων που συμμετέχουν στη διοίκηση και τη διαχείριση τους. Ειδικότερα, το 91% των οργανώσεων δήλωσε ότι δημοσιεύει τα ονόματα του διοικητικού συμβουλίου στην ιστοσελίδα της οργάνωσης, ενώ το ποσοστό οργανώσεων που δημοσιεύουν στοιχεία για την ομάδα διαχείρισης ανέρχεται σε 74%. 

Τέλος, το 57% των οργανώσεων έχει διαμορφώσει πολιτική διαχείρισης προσωπικών δεδομένων, για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με το σχετικό νομικό πλαίσιο (GDPR). Χαμηλότερο είναι το ποσοστό των οργανώσεων (44%) που έχουν διαμορφώσει διαδικασίες προμηθειών. 

2.4.5 Άτυπες ΟΚοιΠ και δίκτυα χωρίς νομική μορφή  

Ως προς το μη τυπικό, μη δηλωμένο στις κρατικές αρχές σκέλος της κοινωνίας πολιτών στην Ελλάδα, υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από έρευνες που έλαβαν χώρα την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Αυτό το σκέλος της ΚτΠ αφορά άτυπες οργανώσεις και δίκτυα χωρίς νομική μορφή. Ήδη από το 2010 τεκμηριώνεται η ανάδυση άτυπων ομάδων πολιτών που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της κοινωνικής αλληλεγγύης και ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας, της πρόνοιας και της εκπαίδευσης, ως απάντηση στην υποχώρηση της κρατικά παρεχόμενης κοινωνικής προστασίας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης (Σωτηρόπουλος, 2017· Sotiropoulos & Bourikos, 2014· Μπουρίκος, 2013· Καβουλάκος & Γριτζάς, 2015).  

Οι ομάδες αυτές είχαν τη μορφή κοινωνικών δικτύων ή εθελοντικών συσσωματώσεων που δραστηριοποιούνταν σε τοπικό επίπεδο και χαρακτηρίζονταν τόσο από τη γεωγραφική τους διάχυση σε όλη την επικράτεια της χώρας, όσο και από το διαφοροποιημένο φάσμα των υπηρεσιών που προσέφεραν. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Σωτηρόπουλο (2014), οι δράσεις αυτές μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες:7 

  1. Ανταλλαγές ρούχων, τροφίμων και υπηρεσιών. Πρόκειται για μια κατεξοχήν μορφή κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία το 2012 πραγματοποιούνταν σε 17 πόλεις, από τουλάχιστον 22 ανταλλακτικά δίκτυα. Ενδεικτικά, τέτοιου είδους ανταλλακτικές δραστηριότητες λάμβαναν χώρα σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Πάτρα, ο Βόλος, αλλά και μικρότερες περιοχές της περιφέρειας όπως χωριά της Κρήτης, της Καλύμνου, της Λέσβου, της Εύβοιας, της Ευρυτανίας και της Ροδόπης. 
  1. Διανομή τροφίμων, γευμάτων και υπηρεσιών. Εδώ, πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν άτυπες οργανώσεις στις γειτονιές πόλεων και τις ενορίες εκκλησιών. Δραστηριοποιήθηκε την ίδια περίοδο και η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, η οποία προσέφερε δωρεάν γεύματα σε αστέγους και άλλους έχοντες ανάγκη σε καθημερινή βάση. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν νέα, άτυπα δίκτυα στον τομέα της επισιτιστικής επισφάλειας με διττή δράση: ορισμένα εστίασαν στην (ανα)διανομή τροφίμων και περισσευούμενων γευμάτων από εστιατόρια και εταιρείες catering σε νοικοκυριά που τα είχαν ανάγκη, ενώ άλλα πήραν τη μορφή δικτύων αγορών «χωρίς μεσάζοντες». Τα πρώτα δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στην Αττική, ενώ τα δεύτερα λειτούργησαν κυρίως στην περιφέρεια, συνδέοντας απευθείας τους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων με τους καταναλωτές. Ίσως το πιο γνωστό τέτοιο δίκτυο ήταν το «κίνημα της πατάτας» με έδρα την Κατερίνη. 
  1. Παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Παράλληλα με τη δράση διεθνών ιατρικών οργανώσεων, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν να απευθύνονται και σε Έλληνες πολίτες από το 2010, δημιουργήθηκαν κοινωνικά ιατρεία και κοινωνικά φαρμακεία από μικρές ομάδες ιατρών, νοσηλευτών και φαρμακοποιών, καθώς και απλών πολιτών που παρείχαν διοικητική υποστήριξη. Συχνά τα εγχειρήματα αυτά συνέπραξαν με ή υποστηρίχθηκαν από τους κατά τόπους δήμους, που τους παραχώρησαν κτίρια προκειμένου να στεγαστούν. Το 2012 λειτουργούσαν 33 κοινωνικά ιατρεία σε 22 πόλεις και, αντίστοιχα, κοινωνικά φαρμακεία σε 14 πόλεις.8  
  1. Παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών και κοινοτική εργασία. Ομάδες εκπαιδευτικών και γονέων δημιούργησαν τα λεγόμενα «κοινωνικά φροντιστήρια», όπου εκπαιδευτικοί προσέφεραν δωρεάν μαθήματα σε τοπική βάση, σε μαθητές οικογενειών που δεν μπορούσαν να πληρώσουν δίδακτρα για φροντιστήρια, ιδίως όσον αφορά στην προετοιμασία για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Ακόμα, σε διάφορες γειτονιές δημιουργήθηκαν «τράπεζες χρόνου», με βάση τις οποίες πολίτες διέθεταν τον χρόνο τους για την εξυπηρέτηση συμπολιτών τους ως προς την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών. Την ίδια στιγμή, στο κέντρο διαφόρων πόλεων δημιουργήθηκαν ομάδες εθελοντών που αφοσιώθηκαν στον καθαρισμό, την ανακύκλωση, την ανακαίνιση δημόσιων χώρων και τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων. Τέλος, οργανώθηκαν εγχειρήματα αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών έναντι περιστατικών διαφθοράς υπαλλήλων του κράτους ή έναντι επαγγελματιών (π.χ. γιατρών), τα οποία στηρίχθηκαν στην ηλεκτρονική επικοινωνία και καταγραφή στοιχείων και καταγγελιών για διαφθορά, μέσω ιστοσελίδων. 

Οι Έλληνες πολίτες κινητοποιήθηκαν επίσης στην προσφυγική κρίση την περίοδο 2015-2016, οπότε και κορυφώθηκαν οι προσφυγικές ροές στην Ελλάδα. Το διάστημα αυτό, σημειώθηκε έξαρση της εθελοντικής συμμετοχής και προσφοράς τόσο αγαθών όσο και χρόνου, η οποία έλαβε χώρα κυρίως μέσω άτυπων οργανωτικών δομών. 

2.4.6 Κοινωνιολογικές εξηγήσεις 

Οι παραπάνω αδυναμίες της ΚτΠ σχετίζονται στενά με ρυθμιστικές ελλείψεις, καθώς και με διαχρονικά κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, χαρακτηριστική για την ελληνική κοινωνία είναι η ισχυρή εξουσία των πολιτικών κομμάτων στην κοινωνική πρόνοια και την κοινωνική ζωή εν γένει (Μουζέλης, 1993). Ειδικά κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, η προσπάθεια επίτευξης κοινωνικών αποτελεσμάτων και ο ακτιβισμός διοχετεύονται στην κοινωνία μέσα από κομματικούς μηχανισμούς. H διάδοση των πελατειακών σχέσεων κράτους – κοινωνίας (clientelism) είναι εξαιρετικά ισχυρή (Sotiropoulos, 2020).  

Σε αυτό το περιβάλλον, η ΚτΠ αναπτύχθηκε μετά το 1990 στον χώρο που δεν καταλαμβάνεται από τη δράση των πολιτικών κομμάτων. Με σημείο αφετηρίας τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, προωθήθηκε ένα μοντέλο για την ΚτΠ που δεν προτεραιοποιεί τη διάδραση με την κοινωνία. Η εξάρτηση από το κράτος και οι πελατειακές σχέσεις κράτους – κοινωνίας εντείνουν την δυσπιστία της κοινωνίας προς την ΚτΠ. 

Το υπόδειγμα της ΚτΠ που έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα μπορεί να καταταχθεί ως μεσογειακού τύπου με βάση την ταξινόμηση του Vallely (2020). Στο συγκεκριμένο κοινωνικό υπόδειγμα, ο ρόλος της ΚτΠ είναι περιορισμένος, ενώ έντονη είναι η παρουσία της εκκλησίας, η οποία απολαμβάνει αυξημένης κοινωνικής εμπιστοσύνης. Αντίθετα, χαμηλή είναι η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τους πολιτικούς. Σε χαμηλά επίπεδα (και χρονικά αργοπορημένη ανάπτυξη) κινείται το κοινωνικό κράτος, πέραν της παροχής συντάξεων.  

Στο μεσογειακό υπόδειγμα της ΚτΠ , το πολιτικό σύστημα δέχεται ισχυρές πιέσεις να χειραγωγεί την ΚτΠ και τα εθελοντικά κινήματα και να επεμβαίνει στη λειτουργία τους. Η προσπάθεια ελέγχου της ΚτΠ από το κράτος διαφαίνεται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που η ΚτΠ προσπαθεί να εποπτεύει και να αξιολογεί τη λειτουργία του κράτους, με το πολιτικό σύστημα να μην αποδέχεται τον συγκεκριμένο ρόλο της ΚτΠ. Ως αποτέλεσμα, η στρατηγική των οργανώσεων επικεντρώνεται στην παροχή υπηρεσιών, αποφεύγοντας τη συνηγορία, την αξιολόγηση πολιτικών και την εποπτεία του κράτους.  

Αντίθετα, σε αγγλοσαξονικά/φιλελεύθερα υποδείγματα (όπως στις ΗΠΑ), όπου οι κρατικές δαπάνες για κοινωνική πρόνοια είναι σχετικά περιορισμένες, ενώ αυξημένη είναι η σημασία της ιδιωτικής φιλανθρωπίας, ο βοηθητικός ρόλος της ΚτΠ ως ενός εποπτικού και συμπληρωματικού του κράτους τομέα αναγνωρίζεται ευρέως. Ισχυρός είναι ο ρόλος της ΚτΠ και στα κορπορατιστικά υποδείγματα της Κεντρικής Ευρώπης (π.χ. στη Γερμανία και τη Γαλλία), όπου έχουν αναπτυχθεί ισχυρές συνεργασίες μεταξύ της πολιτείας και της ΚτΠ στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Η καλή συνεργασία της ΚτΠ με την πολιτεία σε αυτά τα υποδείγματα επιτρέπει την ανάπτυξη καινοτόμων ιδεών αρχικά σε δοκιμαστική μορφή εντός της ΚτΠ, πριν από την επέκτασή τους ως δοκιμασμένων λύσεων σε μεγάλη κλίμακα με δημόσιους πόρους στο σύνολο της κοινωνίας. Αντίθετα, στα σοσιαλδημοκρατικά υποδείγματα της Βόρειας Ευρώπης (π.χ. Σουηδία, Δανία, Νορβηγία), όπου οι κρατικές δαπάνες για κοινωνική πρόνοια είναι ιδιαίτερα υψηλές, η ΚτΠ τείνει να επικεντρώνεται σε δράσεις συνηγορίας και ασχολείται λιγότερο με την παροχή υπηρεσιών. 

Μια επιπλέον κοινωνιολογική εξήγηση για τις αδυναμίες ενεργοποίησης του κοινωνικού αλτρουισμού στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, σχετίζεται με κάποια κολεκτιβιστικά χαρακτηριστικά της. Ειδικότερα, πρόσφατη κοινωνιολογική έρευνα με δεδομένα για 152 χώρες υποδεικνύει ότι πιο ατομικιστικές κοινωνίες, όπως οι ΗΠΑ και η Ολλανδία, τείνουν να έχουν υψηλότερους δείκτες αλτρουϊσμού, σε σύγκριση με πιο κολεκτιβιστικές κοινωνίες, όπως η Κροατία, η Κίνα και η Ελλάδα (Roads et al, 2021). Οι άνθρωποι σε πιο ατομικιστικές χώρες τείνουν να δωρίζουν περισσότερα χρήματα, περισσότερο αίμα, περισσότερο μυελό των οστών και περισσότερα όργανα, και να βοηθούν άλλους που έχουν ανάγκη.  

Στις πιθανές κοινωνιολογικές εξηγήσεις αυτής της διαφοράς υπέρ των ατομικιστικών κοινωνιών αναφέρονται στην έρευνα τα υψηλότερα επίπεδα ευημερίας και ικανοποίησης προσωπικών στόχων ζωής, η αυξημένη ελευθερία στα άτομα να επιδιώκουν στόχους που οι ίδιοι βρίσκουν σημαντικούς, και μια πιο οικουμενική προοπτική που εστιάζεται στα ατομικά δικαιώματα και την ευημερία και μειώνει τη σημασία της ομάδας και του διχασμού. Αντίθετα, στις κολεκτιβιστικές κοινωνίες είναι εντονότερες οι διαφορές μεταξύ του «εμείς» και του «αυτοί», οι οποίες διαβρώνουν τη γενναιοδωρία προς πολίτες που βρίσκονται εκτός του κύκλου στον οποίο ανήκει ένα άτομο. 

2.5 Σύνοψη 

Η χαρτογράφηση της ΚτΠ στην Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικές δυσκολίες που σχετίζονται με ελλιπή καταγραφή των ενεργών οργανώσεων και των δράσεων. Τα θεματικά μητρώα της ΚτΠ έχουν περιορισμένη εμβέλεια, ενώ τα κεντρικά μητρώα δεν έχουν ακόμα προσφέρει τα ζητούμενα δεδομένα. Από δευτερογενείς πηγές προκύπτει ότι, αφαιρώντας τοπικά σωματεία και αθλητικούς συλλόγους, οι μεγαλύτερες κατηγορίες οργανώσεων της ΚτΠ αφορούν τις τέχνες και τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική πρόνοια και φροντίδα.  

Από τις ίδιες πηγές, προκύπτει επίσης ότι η γεωγραφική διασπορά των οργανώσεων της ΚτΠ είναι μικρή. Η ΚτΠ πολιτών στην Ελλάδα είναι Αθηνοκεντρική, παρότι υπάρχει δυναμισμός οργανώσεων και σε λίγες άλλες μεγάλες πόλεις.  

Οι οργανώσεις της ΚτΠ έχουν σχετικά μικρό μέγεθος σε ό,τι αφορά το έμμισθο προσωπικό (λιγότερα από 20 άτομα) και τους εθελοντές τους. Υπάρχουν λίγες εξαιρέσεις μεγαλύτερων οργανώσεων με πολλούς εθελοντές. Επίσης, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, αναδείχτηκε η τάση της δικτύωσης των πολιτών σε άτυπες ομάδες οι οποίες δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. 

Τέλος, τα στοιχεία από διεθνείς έρευνες δείχνουν ένα ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης αλλά και διάδρασης της κοινωνίας με την ΚτΠ. Η χαμηλή διάδραση αναδεικνύεται και από τις δύο πλευρές της εξίσωσης — από τη μία πλευρά, οι πολίτες έχουν σχετικά χαμηλή συμμετοχή σε εθελοντικές δράσεις και στήριξη οργανώσεων, και από την άλλη, οι οργανώσεις έχουν σχετικά χαμηλό ποσοστό εσόδων από δωρεές πολιτών. 

Για τη σχετικά χαμηλή ανάπτυξη της ΚτΠ στη Ελλάδα υπάρχουν θεσμικοί, ιστορικοί και κοινωνιολογικοί λόγοι. Ο τομέας στη σύγχρονη μορφή του αναπτύχθηκε με καθυστέρηση στην Ελλάδα λόγω ιστορικής συγκυρίας, επικεντρωμένος στην παροχή υπηρεσιών πρόνοιας που δεν καλύπτονται επαρκώς από το κράτος και σε κοινωνικά θέματα που δεν καλύπτουν επαρκώς οι κρατικοί μηχανισμοί. Η σημαντική εξάρτηση της ΚτΠ από δημόσιους πόρους και η επικράτηση πελατειακών σχέσεων κράτους – ευρύτερης κοινωνίας ενισχύουν το κλίμα δυσπιστίας απέναντι στην ΚτΠ. Ο σημαντικός ρόλος της ΚτΠ στην προαγωγή και εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών μέσα από συνηγορία, διαβούλευση πολιτικών και εποπτεία των κρατικών λειτουργιών δεν αναγνωρίζεται επαρκώς, όπως συμβαίνει και σε άλλες κοινωνίες μεσογειακού τύπου. 

Τα προβλήματα της ΚτΠ έχουν βαθιές ιστορικές και κοινωνιολογικές ρίζες. Ωστόσο, με τις κατάλληλες ρυθμιστικές αλλαγές στο νομικό και φορολογικό πλαίσιο, καθώς και με αλλαγές στη λειτουργία της ΚτΠ που προέρχονται από τις ίδιες τις οργανώσεις, υιοθετώντας καλές πρακτικές από τη διεθνή και εγχώρια εμπειρία, ο ρόλος και η σημασία της ΚτΠ για τη χώρα μπορούν να ενισχυθούν σημαντικά. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται καλές πρακτικές και προτεινόμενες αλλαγές για ενίσχυση και βελτίωση της ΚτΠ στην Ελλάδα, μια κατεύθυνση αλλαγής που είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μια συγκυρία υποχώρησης δημοκρατικών θεσμών και λειτουργιών διεθνώς. 

Κυριότερα ευρήματα

  • Υφίστανται σημαντικές δυσκολίες στην καταγραφή των βασικών μεγεθών της ΚτΠ στην Ελλάδα, καθώς τηρούνται πολλά μητρώα σε διάφορα υπουργεία, ενώ η Δημόσια Βάση Δεδομένων των ΟΚοιΠ του Υπουργείου Εσωτερικών δεν είναι πλήρης ούτε επικαιροποιημένη.
  • Ανάλογα με τον ορισμό της ΚτΠ και την πηγή δεδομένων, η εκτίμηση για τον αριθμό οργανώσεων στην Ελλάδα κυμαίνεται από λιγότερες από 1.000 σε περισσότερες από 6.200.
  • Βασικότεροι τομείς δραστηριοποίησης είναι η κοινωνική πρόνοια και ένταξη, η εκπαίδευση και η υγεία, ενώ αξιοσημείωτος αριθμός οργανώσεων συμμετέχουν σε δράσεις για το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον πολιτισμό.
  • Η συντριπτική πλειονότητα των οργανώσεων έχει έδρα την Αθήνα, ωστόσο πολλές από αυτές τις οργανώσεις δραστηριοποιούνται σε εθνικό επίπεδο.
  • Η συμμετοχή πολιτών σε εθελοντικές δράσεις, η προσφορά δωρεών και το επίπεδο εμπιστοσύνης προς φιλανθρωπικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις βρίσκονται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα.
  • Έμφαση στην άντληση χρηματοδότησης από θεσμικούς φορείς (εθνικοί και κοινοτικοί δημόσιοι πόροι) και φιλανθρωπικά ιδρύματα.
  • Τα προβλήματα της ΚτΠ έχουν βαθιές ιστορικές και κοινωνιολογικές ρίζες, ωστόσο, με τις αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο και στο υπόδειγμα λειτουργίας της ΚτΠ, ο ρόλος και η σημασία της ΚτΠ για τη χώρα μπορούν να ενισχυθούν σημαντικά.

3 Ορισμοί της ΚτΠ και σχετικών εννοιών παρουσιάζονται σε παράρτημα του Σχεδίου.

4 Το Μητρώο Ελληνικών και Ξένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σε θέματα διεθνούς προστασίας, μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης είναι διαθέσιμο στο: https://ngo.migration.gov.gr/registered.php

5 Πηγή: Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου & HIGGS (2020)

6 Η έρευνα βασίστηκε στην αναζήτηση στοιχείων στο διαδίκτυο και σε απαντήσεις σε ερωτηματολόγια.

7 Τα πρωτογενή εμπειρικά στοιχεία προέρχονται από εμπειρική έρευνα που έλαβε χώρα στο ερευνητικό ίδρυμα ΕΛΙΑΜΕΠ το διάστημα 2012-2013, μέρος της οποίας υποστηρίχθηκε από το Ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ.

8 Τα στοιχεία είναι διαθέσιμα στο Μπουρίκος, 2013.